- χαλκισκάριον
- χαλκισκάριον, τό, dub. sens. in PLond.2.191.8 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκισκάριον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χαλκίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκίον + κατάλ. ισκ άριον (< υποκορ. κατάλ. ίσκος και άριον)] … Dictionary of Greek